- συντηρούμενοι
- συντηρέωkeeppres part mp masc nom/voc pl (attic epic doric)συντηρέωkeeppres part mp masc nom/voc pl (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αγάπες — Οι συνεστιάσεις των πρώτων χριστιανικών κοινοτήτων, που συντελούσαν στη διατροφή των φτωχών (σε αυτό οφείλουν και το όνομά τους). Εκτός από τα Ιεροσόλυμα, όπου είχαν συνδεθεί με την κοινοκτημοσύνη, ήταν εν χρήσει και στις χριστιανικές κοινότητες… … Dictionary of Greek